🇬🇷 el en 🇬🇧

πάω πάσο

  • (χαρτοπαιξία) δεν χρησιμοποιώ τη σειρά μου για να ποντάρω ή να κάνω άλλη ενέργεια η οποία μου δίνεται όταν έρθει η σειρά μου να παίξω
pass
Wiktionary Links